- διχοτόμων
- διχότομοςmasc/fem/neut gen plδιχοτόμοςcutting in twomasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διχοτομῶν — διχοτομέω cut in twain pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραφή — (σχήματος σε άλλο σχήμα). Ο όρος χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Αν δοθεί στο επίπεδο ένα ν γωνο (*πολύγωνο) τίθεται το πρόβλημα: να περιγραφεί το ν γωνο σε κύκλο και το πρόβλημα: να περιγραφεί κύκλος στο ν γωνο. Το πρώτο σημαίνει: να… … Dictionary of Greek
εγγεγραμμένος κύκλος — Ο κύκλος που εφάπτεται σε όλες τις πλευρές ενός πολυγώνου. Στην περίπτωση του τριγώνου, το κέντρο του ε.κ. είναι το σημείο τομής των διχοτόμων … Dictionary of Greek